- ἱμαντοτόμος
- ἱμαντο-τόμος, ὁ, Riemenschneider
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιμαντοτόμος — ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ) αυτός που κατασκευάζει ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, υλο τόμος] … Dictionary of Greek
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek
ιμαντοτομώ — ἱμαντοτομῶ, έω (Α) [ιμαντοτόμος] κατασκευάζω ιμάντες … Dictionary of Greek